- πολιτικοποιώ
- πολιτικοποιώ, πολιτικοποίησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πολιτικοποιώ — έω, Ν 1. καταρτίζω κάποιον γύρω από τα πολιτικά θέματα και τόν κάνω να ενδιαφέρεται για την πολιτική 2. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) πολιτικοποιημένος, η, ο αυτός που έχει διαμορφώσει ανεπτυγμένη πολιτική συνείδηση και αναπτύσσει πολιτική δράση.… … Dictionary of Greek
πολιτικοποιώ — ( είς, εί κτλ.), πολιτικοποίησα, πολιτικοποιήθηκα, πολιτικοποιημένος, δίνω πολιτικό χαρακτήρα σε κάποιον ή κάτι. Ουσ. πολιτικοποίηση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
πολιτικοποίηση — η, Ν [πολιτικοποιώ] 1. ο καταρτισμός ατόμου γύρω από τα πολιτικά θέματα 2. η αυξημένη ευαισθητοποίηση ατόμου ή συνόλου για τα πολιτικά πράγματα και η ενεργός συμμετοχή του στα κοινά … Dictionary of Greek
πολιτικοποιημένος — η, ο, Ν βλ. πολιτικοποιώ … Dictionary of Greek